- ψευδόπους
- ο, Νζωολ. σαυροειδές ερπετό τής βόρειας Αφρικής και τής νοτιοανατολικής Ευρώπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudopus (< ψευδ[ο]-* + πους, ποδός). Η λ., στον πληθ. ψευδόποδες, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.